- έβγαλμα
- το (Μ ἔβγαλμα και ἔβγαλμαν)βγάλσιμο, έξοδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βγάλμα — και βγάρμα, το (Μ βγάλμα και ἔβγαλμα[ν]) 1. εξόρυξη, εξαγωγή κάποιου πράγματος 2. έξοδος, το να βγαίνει, να φεύγει κάποιος από κάπου 3. έξοδος, το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι 4. ό,τι προέρχεται από κάπου 5. δημιούργημα πνευματικό νεοελλ … Dictionary of Greek